- οντογενετικός
- και οντογονικός, -ή, -όβιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οντογένεση, στην οντογονία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀντογένεσις. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Ιω. Σκαλτσούνη. Ο τ. οντογονικός < οντογονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Παπαϊωάννου].
Dictionary of Greek. 2013.